- σκολιώ
- σκολιῶ, -όω, ΝΑ [σκολιός]καθιστώ κάτι σκολιό, τό στραβώνωμσν.διαστρέφω κάποιον ηθικάαρχ.(κυρίως το παθ.) σκολιοῡμαι, -όομαια) κάμπτομαιβ) (για φυτά) έχω ρίζες που αναπτύσσονται πλαγίως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιῷ — σκολιάζω to be erooked fut opt act 3rd sg σκολιός curved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολίῳ — σκόλιον song which went round crookedly at banquets neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιῶι — σκολιῷ , σκολιάζω to be erooked fut opt act 3rd sg σκολιῷ , σκολιός curved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
EUPHRATES — I. EUPHRATES Mesopotamiae fluv. celeberrimus, et maximus. Magnitudinem eius innuit Callimach. Hymn. 2. Α῀ςςυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος. Itemque Dionys. Φαίνετ᾿ ἀπειρεσίου ποταυμοῦ ῥόος Ε᾿υφρήταο. Maior siquidem est Tigride, sicut resert Strab. l. 2 … Hofmann J. Lexicon universale
σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… … Dictionary of Greek
σκολίωμα — ώματος, τὸ, Α [σκολιῶ] 1. κύρτωμα, καμπύλωμα 2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή … Dictionary of Greek
σκολιωτικός — ή, ό, Ν [σκολιῶ / σκολίωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκολίωση («σκολιωτική συμπεριφορά τής σπονδυλικής στήλης») 2. αυτός που προκαλεί σκολίωση 3. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σκολίωση … Dictionary of Greek